πανθεϊστής

πανθεϊστής
[пантэистис] ουσ α пантеист.

Эллино-русский словарь. 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "πανθεϊστής" в других словарях:

  • πανθεϊστής — ο οπαδός τής κοσμοθεωρίας τού πανθεϊσμού, αυτός που δέχεται τον πανθεϊσμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pantheiste (< παν * + θεός + ιστής). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Ν. Κοτζιά] …   Dictionary of Greek

  • πανθεϊστής — ο θηλ. πανθεΐστρια ο οπαδός του πανθεϊσμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

  • Μπέμε, Γιάκομπ — (Jakob Boehme, 1575 – 1624). Γερμανός φιλόσοφος. Καταγόταν από αγροτική οικογένεια. Είχε ροπή προς τη μυστικοπάθεια και τη φιλοσοφική διανόηση και γι’ αυτό μελετούσε διάφορα συγγράμματα που αναφέρονταν στη φυσική φιλοσοφία του Βάιγκελ, Σβέγκφελντ …   Dictionary of Greek

  • Τιερί από τη Σαρτρ — (Thierry de Chartres, ; – 1155). Σχολαστικός φιλόσοφος του 12ου αι.. Ήταν νεότερος αδελφός του επίσης σχολαστικού φιλοσόφου Βερνάρδου από τη Σαρτρ και υπήρξε ένας από τους χαρακτηριστικότερους άνδρες της εποχής του. Το περιεχόμενο της διδασκαλίας …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»